-
1 kandırma
εξαπάτηση, παραπλάνηση -
2 обман
обман м η απάτη, η εξαπάτηση· \обман зрения η οπτική απάτη* * *мη απάτη, η εξαπάτησηобма́н зре́ния — η οπτική απάτη
-
3 мистификация
мистифи||кацияж ὁ φενακισμός, ἡ ἐξαπάτηση. -
4 bluff
I adjective(rough, hearty and frank: a bluff and friendly manner.) ντόμπροςII 1. verb(to try to deceive by pretending to have something that one does not have: He bluffed his way through the exam without actually knowing anything.) μπλοφάρω, κρύβω τις προθέσεις μου2. noun(an act of bluffing.) μπλόφα, εξαπάτηση -
5 deception
[di'sepʃən]((an act of) deceiving: Deception is difficult in these circumstances.) εξαπάτηση,παραπλάνηση- deceptively -
6 fob (someone) off with (something)
(to get (someone) to accept (something worthless): He fobbed me off with promises.) ξεφορτώνομαι κάποιον με εξαπάτησηEnglish-Greek dictionary > fob (someone) off with (something)
-
7 fob (someone) off with (something)
(to get (someone) to accept (something worthless): He fobbed me off with promises.) ξεφορτώνομαι κάποιον με εξαπάτησηEnglish-Greek dictionary > fob (someone) off with (something)
-
8 fob (someone) off with (something)
(to get (someone) to accept (something worthless): He fobbed me off with promises.) ξεφορτώνομαι κάποιον με εξαπάτησηEnglish-Greek dictionary > fob (someone) off with (something)
-
9 fob (someone) off with (something)
(to get (someone) to accept (something worthless): He fobbed me off with promises.) ξεφορτώνομαι κάποιον με εξαπάτησηEnglish-Greek dictionary > fob (someone) off with (something)
-
10 мистификация
[μιστιφικάτσυγια] ουσ. θ. εξαπάτηση, φενακισμός -
11 мистификация
[μιστιφικάτσυγια] ουσ θ εξαπάτηση, φενακισμός -
12 мистификация
-и θ.φενακισμός, εξαπάτηση• εμπαιγμός. -
13 мошенничество
-а ουδ.απάτη, εξαπάτηση, λωποδυσία αισχροκερδία. -
14 обман
-а α.1. απάτη, φενάκη, κατεργαριά ψευτιά, δόλος, ξεγέλασμα•добиться чего—л. -ом κατορθώνω κάτι με απάτη•
впасть в обман ξεγελιέμαι, την πατώ.
2. παραπλάνηση, εξαπάτηση•вести в обман παραπλανώ, εξαπατώ.
3. πλάνη•обман чувств πλάνη των αισθήσεων, ψευδαίσθηση•
обман зрения οφθαλμαπάτη.
-
15 очковтирательство
-а ουδ.ξεγέλασμα, απάτη, εξαπάτηση, αγυρτεία, κατεργαριά. -
16 поддевание
-я ουδ.1. ανύψωση. || πιάσιμο από κάτω.2. υφαρπαγή, γάντζωμα (από λόγο, λέξη, λάθος).3. εξαπάτηση, ξεγέλασμα.4. απόκτηση, κτήση, πρόσκτηση.-я ουδ.επένδυση, φοδράρισμα. -
17 подтасовать
ρ.σ.μ. (χαρτπ.) ανακατώνω•карты ανακατώνω τα χαρτιά (για εξαπάτηση).
|| μτφ. διαστρεβλώνω, διαστρέφω, παραμορφώνω (σκόπιμα)., -
18 путать
ρ.δ.μ.1. μπερδεύω, ανακατεύω•волосы μπερδεύω τα μαλλιά•
путать нитки μπερδεύω τις κλωστές.
|| συγχύζω, κάνω σύγχυση•-счт μπερδεύω το λογαριασμό•
я всегда их -аго путать они так похожи друг на друга πάντοτε τους μπερδεύω, τόσο πολύ μοιάζουν μεταξύ τους•
я -аю их имена μπερδεύω τα ονόματα τους.
2. μπλέκω, παρασύρω, τυλίγω•не -ете меня в это грязное дело μη με μπερδεύετε σ αυτή τη βρωμερή υπόθεση (βρωμοδουλειά).
|| πεδικλώνω.εκφρ.путать следы – μπερδεύω τα ίχνη (για εξαπάτηση).1. περιπλέκομαι; μπερδεύομαι, ανακατεύομαι. || συγχύζομαι.2. επεμβαίνω.3. εμποδίζω (με την παρουσία μου).4. περιπλανιέμαι (να βρω το δρόμο, την κατεύθυνση). -
19 aldatma
παραπλάνηση, εξαπάτηση! -
20 fent
απάτη, εξαπάτηση, παγίδα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εξαπάτηση — η (Α ἐξαπάτησις) η πράξη και το αποτέλεσμα τού εξαπατώ, απάτη, εμπαιγμός, ξεγέλασμα, καταδολίευση («ἐξαπατήσεως δημοσίᾳ σε γράψομαι», Αθήν.) … Dictionary of Greek
εξαπάτηση — η απάτη, εμπαιγμός, ξεγέλασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξαπατήσῃ — ἐξαπατήσηι , ἐξαπάτησις fem dat sg (epic) ἐξαπατάω deceive aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἐξαπατάω deceive aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἐξαπατάω deceive fut ind mid 2nd sg (attic ionic) ἐξαπατάω deceive aor subj mid 2nd sg (attic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπατήσηι — ἐξαπάτησις fem dat sg (epic) ἐξαπατήσῃ , ἐξαπατάω deceive aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἐξαπατήσῃ , ἐξαπατάω deceive aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἐξαπατήσῃ , ἐξαπατάω deceive fut ind mid 2nd sg (attic ionic) ἐξαπατήσῃ , ἐξαπατάω deceive… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υφαρπαγή — η / ὑφαρπαγή, ΝΑ [ὑφαρπάζω] επιτήδεια λαθραία αρπαγή ενός αντικειμένου, υποκλοπή νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) κάθε ύπουλη ενέργεια που γίνεται με εξαπάτηση («υφαρπαγή τής ψήφου») 2. φρ. α) «υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως» (νομ.) αδίκημα που συνίσταται… … Dictionary of Greek
αποπλάνηση — Εκτροπή από την ευθεία οδό, παραπλάνηση, εξαπάτηση, ξεμυάλισμα, διαφθορά. (Αστρον.) α. του φωτός. Είναι ένα φαινόμενο που γίνεται εύκολα νοητό, αν σκεφτούμε τι συμβαίνει όταν βρέχει και βρισκόμαστε σε μεταφορικό μέσο που κινείται με μεγάλη… … Dictionary of Greek
παγίδα — Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ.) του νομού Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Iωνίας. * * * η (ΑΜ παγίς, ίδος) 1. όργανο ή ειδική κατασκευή που χρησιμεύει για την εξαπάτηση και τη σύλληψη θηράματος ή την εξόντωση βλαβερού ζώου 2. μτφ. μέσο ή… … Dictionary of Greek
πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… … Dictionary of Greek
υποβολή — (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η… … Dictionary of Greek
Σίσυφος — Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, περίφημος για την πανουργία του. Ήταν γιος του Αίολου, κύριος της Εφύρας και ιδρυτής της Κορίνθου. Κατά το μύθο, ο Σ. είχε καταφέρει να εξαπατήσει το θάνατο και τον ίδιο τον Άδη, το θεό του κάτω κόσμου,… … Dictionary of Greek
αγύρτης — Απατεώνας, ψεύτης, τσαρλατάνος, κομπογιαννίτης· αυτός που δεν έχει επάγγελμα και μόνιμη κατοικία, γυρίζει από μέρος σε μέρος και με τα λόγια, διάφορα γιατρικά και φίλτρα εξαπατά τους αφελείς και τους απλοϊκούς. Οι α., από το ρήμα αγείρω (= μαζεύω … Dictionary of Greek